- ἐλεημοσύνην
- ἐλεημοσύνηpityfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
κείτομαι — και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι) 1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι 2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος νεοελλ. είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών») μσν. 1. κοιμάμαι («τὰ… … Dictionary of Greek